- λυτός
- -ή, -ό (AM λυτός, -ή, -όν) [λύω]νεοελλ.1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσαμσν.απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωσηαρχ.1. αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον2. αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει κάποιος εύκολα, ευδιάλυτος3. (για επιχείρημα) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί.επίρρ...λυτά (Μ)ελεύθερα, χωρίς δέσμευση.
Dictionary of Greek. 2013.